Κάπως έτσι ξεκινάει το νέο μου μυθιστόρημα…

Google+ Pinterest LinkedIn Tumblr +

H καλή δημοσιογράφος (διευθύντρια του thebest.gr) και περίφημη συγγραφέας (σαρώνει  στις πωλήσεις το “ΣΣΑΜΠΑΤ”) Γιώτα Κοντογεωργοπούλου, μας προϊδέασε μέσω fb για το νέο της βιβλίο, γράφοντας:

Και κάπως έτσι ξεκινάει το νέο μου μυθιστόρημα… Στην Κέρκυρα, μια Πασχαλιά…
“To Calde Lacrimae του De Michiellis σαρώνει τους ήχους στη Σπιανάδα. Ο ήλιος κάνει τα βαθύφωνα χάλκινα πνευστά των Φιλαρμονικών να μοιάζουν με δορυφορικά πιάτα που μεταφέρουν μήνυμα απόκοσμο σε συνάθροιση χαρμολύπης.
Στολές, επωμίδες, πηλήκια και βουητό στις άκρες της πομπής, εκεί όπου συνωστίζονται ντόπιοι και τουρίστες κρατώντας κινητά τα οποία καταγράφουν καρέ καρέ τη στιγμή που περνάει από μπροστά τους αλλά οι ίδιοι επιλέγουν να δουν αργότερα βιντεοσκοπημένη.
«Το “δείχνω στους άλλους τι ζω”, αντικαθιστά τη ζωή μου» σκέφτεται η Αιμιλία καθώς ακουμπάει στο δαμάσκο που είναι κρεμασμένο από τη βάση του παραθύρου.
Στο Λιστόν διαγκωνίζονται άνθρωποι και κινητά να βγουν μπροστά για καθαρότερα πλάνα, να πάρουν τον καλύτερο δυνατό ήχο από τη χορωδία, τα μέλη της οποίας προχωρούν γέρνοντας ανεπαίσθητα μια αριστερά και μια δεξιά, σαν δέντρα χτυπημένα από αμφίθυμο αέρα.
Η παλιά Φιλαρμονική πλησιάζει, ο δρόμος βάφεται στο μπορντώ και το βαθύ μπλε, ενώ ο ήχος από τις τούμπες χτυπάει στις προσόψεις των κτιρίων, τρυπώνει στις στοές και επιστρέφει κατανυκτικός στην πομπή, εκεί όπου τα σουζάφωνα εκτελούν φιδοειδείς εναγκαλισμούς στα σώματα των μουσικών.
Η Αιμιλία τρέχει τα μάτια της στη σειρά με τα γαλλικά κόρνα.
«Θα σηκώσω λίγο το χέρι μου για να με δεις» της είπε το πρωί ο Νικόλας καθώς φορούσε τη στολή για την πρώτη του εμφάνιση με τους μεγάλους της Φιλαρμονικής.
Η πομπή προχωράει και το χέρι του Νικόλα δεν σηκώνεται «να’ μαι, αυτή η μικρή πινελιά στο πλήθος».
Να το ξέχασε;
Τα λοφία δεν αφήνουν περιθώρια αναγνώρισης από ψηλά. Ο Νικόλας είναι από τους πιο μικρόσωμους. Κοιτάζει. Δεν τον βρίσκει.
Το ίδιο και ο Φίλιππος.
«Τι έγινε, δεν πήγε το παιδί;» τη ρωτάει.
Ο Αμλέτος καλύπτει τις φωνές τους. Μένουν μόνο τα μάτια τους να αναζητούν τη μικρή κουκίδα.
Τα κινητά σηκώνονται ξαφνικά πιο ψηλά και παίρνουν κλήση σαν μικρόφωνα μπούμαν για να επιχειρήσουν πλάνα τύπου drone με κοντάρι.
Είναι η στιγμή που περνάει το σκήνωμα του Αγίου που έσωσε το νησί από λοιμό το 1550, γεγονός που κάνει την Κέρκυρα το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου προορισμό εγχώριων και εισαγόμενων τουριστών κάθε είδους.
Η Αιμιλία σκέφτεται ότι από τότε που θυμάται τον εαυτό της δεν υπήρξε ούτε ένα πρωινό Μεγάλου Σαββάτου που να μην ήταν ακουμπισμένη στο δαμάσκο να περιμένει να ακούσει τον Αμλέτο στη Σπιανάδα ως μουσική επένδυση ενός σκηνικού δεμένου με ένα καράβι που έφτασε κάποτε στο νησί παρά την κακοκαιρία για να γλιτώσει τους κατοίκους του από την πείνα. «Ο άγιος το έκανε» είπανε οι Κερκυραίοι.
Ο παραλογισμός της θλίψης στην καρδιά της οργιαστικής άνοιξης. H οδύνη και η ανακούφιση σε μια πλατεία, μήνα Απρίλιο.
Στις 10.45 ο επιτάφιος πρέπει να επιτρέψει στον Άγιο Σπυρίδωνα. Στις 11 θα χτυπήσουν οι καμπάνες και η Σπιανάδα θα περάσει στο δεύτερο στάδιο της κυκλοθυμίας της παραδομένη στο θόρυβο με τους μπότηδες.
Σε λίγο θα επιστρέψει και ο μικρός και έτσι θα λυθεί το μυστήριο με την αθέτηση της υπόσχεσης «να’ μαι, εδώ, αυτό το χέρι».
Η Αιμιλία φτιάχνει καφέ και επιστρέφει στο παράθυρο.
Το σπίτι βουίζει από γνωστούς και φίλους που έχουν σπεύσει να ζήσουν το έθιμο από θέση προνομιακή, ενώ το μπαλκόνι του σπιτιού αγκομαχά από το βάρος τους.
Από παιδί την πολιορκούσε η αγχώδης σκέψη ότι το μπαλκόνι θα κοπεί και θα καταλήξουν όλοι μαζί στο πλακόστρωτο ένα με τα κόκκινα σπασμένα κομμάτια.
Ο κόσμος τώρα συνωστίζεται στο σημείο όπου θα γίνουν οι ρίψεις.
Τα κινητά ανεβαίνουν σε κοντάρια. Άλλοι στέκονται ήδη στις μύτες των ποδιών για να τσεκάρουν αν και πώς θα πάρουν εικόνα.
Οι μπότηδες πέφτουν με κρότο. Ο ένας μετά τον άλλον. Γίνονται συντρίμμια στην άσφαλτο.
Μπαμ και «που είναι ο Νικόλας;»
Μπαμ και «γιατί δεν έχει ανέβει ακόμη;»
Μπαμ, και «μήπως έμπλεξε με την παρέα του;»
Ο τελευταίος υπερμεγέθης μπότης ετοιμάζεται να εκτοξευτεί από το διπλανό μπαλκόνι.
«Τρία, δύο, ένα» φωνάζει το πλήθος και έπειτα ένα ακόμη «μπαμ». Το τελευταίο.
Η ώρα περνάει. Το πλήθος αποσύρεται από την πλατεία δημιουργώντας ομιλούντα κύματα που τα ρουφάει η άμπωτη του δρόμου……
Κοινοποίηση

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.